Κόκκινα ελαφριά και εύκολα κρασιά, δροσερά ή παγωμένα, πρωταγωνιστούν σε ένα γρήγορο μεσημεριανό break όπως και σε ένα πιο επίσημο βραδινό γεύμα. Πριν το φαγητό σαν aperitifs, κατά τη διάρκειά του ή ακόμα και χωρίς αυτό.
Οι Άγγλοι, οι οποίοι ανέκαθεν αγαπούσαν αυτό το style των κρασιών, τα ονομάζουν luncheon wine. Ενώ οι πρώτοι που τα πρωτοέφτιαξαν κατά το Μεσαίωνα ήταν οι Μπορντολέζοι για την αγορά της Βρετανίας (σήμερα εξακολουθούν να παράγονται με την ονομασία Bordeaux Clairet).
Και αφού ο λόγος για ελαφριά κόκκινα, δεν πρέπει να ξεχάσουμε και τα nouveau κρασιά. Εμφανίστηκαν πρώτα στη γαλλική αγορά, στα μισά περίπου του περασμένου αιώνα, και αφού ο Γάλλος οινολόγος Michel Flanzy (1934) είχε ανακαλύψει τυχαία μια νέα τεχνική οινοποίησης, τη maceration carbonique (ζύμωση σε ατμόσφαιρα CO2). Μετά το πρώτο beaujolais nouveau, στο club αυτών των κρασιών «primeur» (φρέσκα, βαθυκόκκινα, αρωματικά, ελάχιστα τανικά, με «ημερομηνία λήξης» κοντά στον ένα χρόνο) μπήκαν –και μπαίνουν ακόμα– κρασιά τόσο από άλλα μέρη της Γαλλίας όσο και από ολόκληρο τον αμπελοοινικό κόσμο.
Σωστή θερμοκρασία
Και μια και καταρρίπτουμε μύθους, ας αναφερθούμε στο «αξίωμα» που λέει ότι de facto τα κόκκινα κρασιά απαγορεύεται να μπαίνουν στο ψυγείο και ότι πρέπει να σερβίρονται σε θερμοκρασία δωματίου ή, ακόμα χειρότερα, περιβάλλοντος. Η αλήθεια είναι πως κάποια κόκκινα κρασιά μπορούν να μπουν και στο ψυγείο, σε θερμοκρασίες συντήρησης φυσικά, και όσον αφορά το σερβίρισμα, «αντέχουν» στη θερμοκρασία δωματίου μόνον αν κυμαίνεται στους 12 και τους 22°C. Διότι το μισό της απόλαυσης ενός κρασιού χρεώνεται στη θερμοκρασία που το πίνουμε και η κατάλληλη θερμοκρασία εξαρτάται και καθορίζεται από τη δομή και γενικότερα το style του. Μια λάθος θερμοκρασία υποβαθμίζει ένα κρασί, κάνοντάς το να φαίνεται ελλειμματικό ή προβληματικό, τόσο στη μύτη όσο και στο στόμα.
Στις θερμοκρασιακές άκρες του σωστού service, βρίσκονται:
Τα πληθωρικά κόκκινα κρασιά, που χρειάζονται από 18 μέχρι και 22°C για να αναδειχθούν τα πολύπλοκα βαρύτερα αρώματά τους, ενώ η στυπτικότητα των τανινών είναι καλύτερα ανεκτή.
Τα ελαφριά φρέσκα, που αποδίδουν τα μέγιστα των οργανοληπτικών τους χαρακτήρων από 12 μέχρι 16°C, αφού ο φρέσκος αρωματικός χαρακτήρας του κρασιού παρουσιάζεται πολύ καλά, ενώ η αίσθηση του στυφού και της στυπτικότητας των τανινών επιτείνεται δυσάρεστα.
Red wines, summer dishes
Ταιριάζοντας γεύσεις: Για μια «κόκκινη ανατροπή» στο καλοκαιρινό τραπέζι, σας προτείνουμε:
Με Αγιωργίτικο
Μακαρονοσαλάτα με γαρίδες, καραβίδες και καβούρια και λαδολέμονο, δίπλα σε ένα φρέσκο κρασί, σερβιρισμένο στους 15°C, από την ποικιλία Αγιωργίτικο, που διατηρεί τα κερασένια του αρώματα και πατάει με ισορροπία πάνω στις μαλακές του τανίνες.
Με Ξινόμαυρο
Γεμιστές ντομάτες χωρίς κιμά αλλά με μοσχομυριστά φυτικά αρώματα που καλωσορίζουν ένα σχετικά νέο, μοντέρνο κρασί στη βάση του ξινόμαυρου, με φρέσκα ή ελαφρώς εξελιγμένα αρώματα και ευέλικτες τανίνες, που δεν φοβούνται τους 14-16°C.
Με Νouveau
Mια φρέσκια πράσινη σαλάτα με αρωματικά βότανα, μπαλσάμικο, παρμεζάνα και καραμελωμένα σύκα, αναζητά ένα Νouveau κρασί σερβιρισμένο στους 13°C, με πληθωρικά φρουτένια αρώματα και δροσερή γεύση.
Με μικρή παλαίωση
Στην καλοκαιρινή μας συντροφιά, επίσης, μπορούν να συμμετέχουν αρκετά από εκείνα τα καλοφτιαγμένα κόκκινα κρασιά μικρής παλαίωσης που, εξαιτίας των λίγων και μαλακών τανινών αλλά και του διακριτικού αρωματικού τους χαρακτήρα, αντέχουν την πρόκληση των 16-18°C. Έτσι, μια Νεμέα αυτής της φιλοσοφίας ή μια Ραψάνη συνοδεύει ιδανικά αρνίσια παϊδάκια, κοτόπουλο και ψαρονέφρι, καθώς και άλλα κρεατικά σχάρας, που επίσης «παίζουν» στα τραπέζια του καλοκαιριού.
In extremis
Τέλος, αν αγαπάτε τα extremes, παντρέψτε ένα πλούσιο και λιπαρό λαβράκι, που καλοψήθηκε κάτω από μια κρούστα αλατιού και κράτησε όλους τους χυμούς του, με ένα κόκκινο κρασί, περασμένο από βαρέλι, σχετικά νέο και σίγουρα πάντως όχι τανικό. Ένα Pinot Νoir, για παράδειγμα, με βελούδινη υφή και φρέσκα αρώματα, τα οποία μπορούν να συνυπάρχουν πολύ αρμονικά με αυτά του ψαριού, όσο ακραίο ή εκκεντρικό κι αν ακούγεται.